Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ νυμφικὰ τ

См. также в других словарях:

  • νυμφικά — νυμφίδιος bridal neut nom/voc/acc pl νυμφικά̱ , νυμφίδιος bridal fem nom/voc/acc dual νυμφικά̱ , νυμφίδιος bridal fem nom/voc sg (doric aeolic) νυμφικός of the Nymphs neut nom/voc/acc pl νυμφικά̱ , νυμφικός of the Nymphs fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφικάς — νυμφικά̱ς , νυμφίδιος bridal fem acc pl νυμφικά̱ς , νυμφικός of the Nymphs fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφίδες — νυμφίδες, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα γυναικεῑα, νυμφικά». [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μεμφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ολόλευκος — η, ο (Α ὁλόλευκος, ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»